- ιμερόφωνος
- ἱμερόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύ-φωνος, πολύ-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱμερόφωνος — of lovely voice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερόφωνον — ἱμερόφωνος of lovely voice masc/fem acc sg ἱμερόφωνος of lovely voice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερόφων' — ἱμερόφωνα , ἱμερόφωνος of lovely voice neut nom/voc/acc pl ἱμερόφωνε , ἱμερόφωνος of lovely voice masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek